- εισφέρω
- (AM εἰσφέρω)1. φέρνω, τοποθετώ μέσα2. συνεισφέρω, παρέχω και εγώ κάτι («χρήματα πρὸς τὸν πόλεμον εἰσενεγκεῑν τοὺς πολίτας», Πλούτ.)νεοελλ.βοηθώ, συντελώμσν.1. παρουσιάζω, απεικονίζω2. ρέπω, κλίνω σε κάτιαρχ.1. εισέρχομαι2. (στην Αθήνα) πληρώνω την «εισφορά»3. επιφέρω, προξενώ δεινά4. εισάγω, προτείνω5. φέρνω μαζί μου, παρασύρω6. εισάγω για τον εαυτό μου7. εισηγούμαι κάτι καινούργιο8. κοινολογώ, λέω9. ορμώ10. (για πολιτικές πράξεις) υποβάλλω σε κρίση, προτείνω11. διορίζω, προτείνω διορισμό12. μέσ. (για ενέργειες, καταστάσεις κ.λπ.) δείχνω, φανερώνω.
Dictionary of Greek. 2013.